Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτείνομαι
ρήμα παθητικό 1 accre`scersi 2 aumenta`re 3 continua`re 4 dispiega`rsi 5 diste`ndersi 6 espa`ndersi 7 este`ndersi 8 giu`ngere 9 ingrandi`re 10 ingrandi`rsi 11 protra`rsi 12 spa`rgersi 13 ste`ndersi 14 sviluppa`rsi 15 svo`lgersi 16 tira`re 17 attraversa`re con un arco εκτείνω ρήμα μεταβατικό 1 diste`ndere, allunga`re, ste`ndere εκτείνω τα πόδια μου == distendere le gambe 2 este`ndere, amplia`re εκτείνω την επιχείρησή μου == ampliare la propria azienda 3 linguistica allunga`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |