Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτεθειμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εκθέτω]
2 espo`sto, scope`rto ((anche in senso figurato)) είναι επικίνδυνο να μένεις εκτεθειμένoς ώρες στον ήλιο == è pericoloso rimanere esposti al sole per ore | βρέθηκε εκτεθειμένος στα εχθρικά πυρά == si trovò esposto al fuoco nemico
3 [υπόσχεση] vincola`to (da una prome`ssa) είμαι εκτεθειμένος απέναντι στούς γονείς μου == mi sento vincolato dalla promessa fatta ai miei genitori
4 di reputazione comprome`sso, danneggia`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκταφιασμένος εκτείνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---