Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκταφή  
ουσιαστικό θηλυκό

esumazio`ne ~f~, riesumazio`ne ~f~, dissotterrame`nto ~m~, disseppellime`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτατός εκταφιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---