Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκστρατεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 militare spedizio`ne ~f~, campa`gna ~f~ η Σικελική εκστρατεία == la spedizione in Sicilia | οι εκστρατείες του Ναπολέοντα == le campagne di Napoleone 2 ((per estensione)) spedizio`ne ~f~ (scienti`fica, d'esplorazio`ne) εκστρατεία στον Αμαζόνιο == spedizione in Amazzonia 3 ((figurato)) campa`gna αντικαρκινική εκστρατεία == campagna anticancro | προεκλογική εκστρατεία == campagna elettorale permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη προεκλογική εκστρατεία = campagna [θηλ.] elettorale Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |