Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκστασιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εκστασιάζω]
2 entusia`sta
3 estasia`to
4 esta`tico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκστασιάζω εκστατικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---