Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έκσταση  
ουσιαστικό θηλυκό

e`stasi ~f~, rapime`nto, trance /τράνς/ βρίσκομαι σε έκσταση == essere in estasi | πέφτω σε έκσταση == cadere in estasi | κοίταζε τον πίνακα με έκσταση == guardava estatico / con rapimento il quadro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκσπώ εκστασιάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---