Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκσυγχρονισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 rimodername`nto ~m~, ammodername`nto ~m~
2 rinnovame`nto o εκσυγχρονισμός του συστήματος της υγείας == il rinnovamento del sistema sanitario

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκσυγχρονισμένος εκσυγχρονιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---