Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκσυγχρονισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εκσυγχρονίζω]
2 aggiorna`to
3 mode`rno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκσυγχρονίζω εκσυγχρονισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---