Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκσκαφή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 scavo ~m~ εκσκαφή τoύνελ == scavo di un tunnel
2 rimozio`ne ~f~ (tra`mite scavo)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκσκαφέας εκσπερματώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---