Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκρήγνυμαι  
ρήμα παθητικό

scoppia`re, esplo`dere ((anche in senso figurato)) βόμβα εξερράγη τα ξημερώματα == all'alba è esplosa una bomba | εξερράγησαν επαναστατικά κινήματα == scoppiarono dei moti rivoluzionari

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκρέων εκρηκτικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---