Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέκρηξη
ουσιαστικό θηλυκό esplosio`ne, sco`ppio ((anche in senso figurato)) εκκωφαντική έκρηξη == esplosione assordante | έκρηξη οργής == esplosione d'ira permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |