Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκρηκτικός
επίθετο 1 esplosi`vo ((anche in senso figurato)) εκρηκτικές ύλες == sostanze esplosive | εκρηκτική ατμόσφαιρα == atmosfera esplosiva | εκρηκτικός χαρακτήρας == carattere esplosivo 2 [senso figurato] devasta`nte εκρηκτικότατος επίθετο superlativo di [εκρηκτικός] εκρηκτικότερος επίθετο comparativo di [εκρηκτικός] εκρηκτικώτερος επίθετο comparativo di [εκρηκτικός] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο εκρηκτικός μηχανισμός = ordigno [αρσ.] esplosivo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |