Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κρασοβάρελο [ουσ ουδ.] κρατιέμαι [ρ. παθ.]
κρασοκανάτα {χωρ. γεν.... κρατικοποιημένος [επίθ.]
κρασοκανάτας {χωρ. γεν.... κρατικοποίηση [-εις]
κρασοκατάνυξη {-ης κ. -ύ... κρατικοποιώ {κρατικοπο...
κρασοπατέρας [ουσ αρσ ] κρατικός [επίθ.]
κρασοπότηρο [ουσ ουδ.] κρατισμός [ουσ αρσ ]
κρασοπότι {χωρ. γεν.... κρατιστής [ουσ αρσ ]
κρασοστάφυλο [ουσ ουδ.] κρατιστικός [επίθ.]
κράσπεδο {κρασπέδ-ο... κράτιστος [επίθ.]
κρασπεδωμένος [επίθ.] κρατοπουλειό [ουσ ουδ.]
κραταιός -ά/-ή -ό κράτος {κράτ-ους ...
κρα§ται§ό§τα§τος [επίθ.] κρατούμαι [ρ. παθ.]
κρα§ται§ό§τε§ρος [επίθ.] κρατουμένη η γεν. πλη...
κραταιωμένος [επίθ.] κρατούμενη η γεν. πλη...
κραταιώνω (κραταί-ωσ... κρατούμενος {κρατουμέν...
κραταίωση [θηλ.ουσ] κρατούντες [ουσ αρσ πληθ.]
κρατάω [ρ. μτβ. και αμετβ.] κρατώ {κρατ-άς.....
κρατερός [επίθ.] κρατώ {κρατ-άς.....
κράτημα [ουσ ουδ.] κρατών {κρατούντ-...
κρατημένος [επίθ.] κραυαγμός [ουσ αρσ ]
κράτηξη [θηλ.ουσ] κραυγάζω {κραύγασα}...
κρατήρας [ουσ αρσ ] κραυγαλέος [επίθ.]
κράτηση {-ης κ. -ή... κραυγή [θηλ.ουσ]
κρατητήριο {κρατητηρί... κραχ [ουσ ουδ.]
κρατίδιο {κρατιδί-ο... κράχτης {κραχτών}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: