Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκραυγή
ουσιαστικό θηλυκό grido ~m~, strillo ~m~ κραυγές ζώων == gridi di animali | κραυγές τρόμου == grida di terrore | πολεμική κραυγή == grida di guerra | βγάζω, πατώ, μπήγω μια κραυγή == emettere, gettare un grido, cacciare uno strillo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |