Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκραυγαλέος
επίθετο stride`nte, chiasso`so, clamoro`so, visto`so, marca`to κραυγαλέα αντίθεση == contrasto stridente | κραυγαλέα χρώματα == colori chiassosi | κραυγαλέο λάθος == errore vistoso | ντύνoμαι με κραυγαλέο τρόπο == vestirsi in modo vistoso | κραυγαλέα διαφορά == differenza marcata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |