Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρεατόσουπα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 brodo ~m~
2 brodo ~m~ di vite`llo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρεατόπιτα κρεατοφάγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---