Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρεβατομουρμούρα  
ουσιαστικό θηλυκό

mugugno ~m~, lagna`nza ~f~, piagniste`o ~m~ rivo`lto dalla mo`glie al mari`to prima di addormenta`rsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρεβατοκάμαρα κρεβατωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---