Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρεμανταλάς
ουσιαστικό αρσενικό spilungo`ne ~m~, pe`rtica ~f~, stangone, lungo come la quaresima κρεμανταλού ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κρεμανταλάς] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |