Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρέμα
ουσιαστικό θηλυκό 1 panna ~f~, crema ~f~ κρέμα γάλακτος == fior di latte, panna | θέλεις λίγη κρέμα στον καφέ σου; == vorresti un po' di panna nel caffè? 2 gastronomia crema ~f~, pappa ~f~, budi`no ~m~ 3 crema ~f~, poma`ta ~f~, ungue`nto ~m~ κρέμα ημέρας == crema da giorno | κρέμα νυκτός == crema da notte | υδατική κρέμα == crema idratante | αντιρυτιδική crema antirughe | θρεπτική κρέμα == crema nutriente permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη κρέμα αυτομαυρίσματος = crema [θηλ.] autoabbronzante || η υδατική κρέμα = crema [θηλ.] idratante || η αντηλιακή κρέμα = crema [θηλ.] solare || η κρέμα γάλακτος = panna [θηλ.] da cucina || η κρέμα σαντιγύ = panna [θηλ.] montata || ένα παγωτό κρέμα = un gelato [αρσ.] alla crema Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |