Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρεμαμός
ουσιαστικό αρσενικό variante di [κρεμασμός] κρεμασμός ουσιαστικό αρσενικό impicca`to ~m~ μιλώ για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου == parlare di corda in casa dell'impiccato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |