Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρεμάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [κρεμώ] κρεμιέμαι ρήμα παθητικό 1 e`ssere, veni`re appe`so 2 aggrappa`rsi, e`ssere sospe`so 3 impicca`rsi 4 (fig) ((scherzoso)) sposa`rsi κρεμμώ ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [γκρεμώ] κρεμώ ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 appe`ndere, attacca`re, sospe`ndere κρεμώ έναν καθρέφτη == appendere uno specchio | κρεμώ τις κουρτίνες == appendere le tende | κρεμώ έναν πολυέλαιo == sospendere un lampadario 2 impicca`re θα τον κρεμάσουν τo χάραμα == lo impiccheranno all'alba permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |