Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κρεμμύδι
ουσιαστικό ουδέτερο
cipo`lla ~f~
τσιγαρίζω κρεμμύδι == far soffriggere la cipolla
κρεμμύδιν
ουσιαστικό ουδέτερο
variante arcaica di
[κρεμμύδι]
κρομμύδι
ουσιαστικό ουδέτερο
variante popolare di
[κρεμμύδι]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κρεμμός
κρεμμυδόφλουδα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Κρεμλίνο
[ουσ ουδ.]
κρεμλινολογία
[θηλ.ουσ]
κρεμμάζω
[ρ. μτβ. και αμετβ.]
κρεμμίζω
[ρ.]
κρεμμός
[ουσ αρσ ]
κρεμμύδι
{κρεμμυδ-ι...
κρεμμύδιν
[ουσ ουδ.]
κρεμμυδόφλουδα
[θηλ.ουσ]
κρεμμυδοφύλαξ
[ουσ αρσ ]
κρεμμώ
[ρ. μτβ. και αμετβ.]
κρεμνίζω
[ρ.]
κρεμνός
[ουσ αρσ ]
κρεμνώ
[-άς, -ά] ...
κρέμομαι
{μόνο σε ε...
κρεμώ
{κρεμάς......
κρένω
{εύχρ. σε ...
Κρεολή
[θηλ.ουσ]
κρεολός
[επίθ.]
Κρεολός
[ουσ αρσ ]
κρεοπωλείο
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis