Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΚρεολή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κρεολός] κρεολός επίθετο creolo Κρεολός ουσιαστικό αρσενικό creolo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |