Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρας
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κρέας]

κρέας  
ουσιαστικό ουδέτερο

carne χοιρινό κρέας == carne suina | βοδινό κρέας == carne bovina | μοσχαρίσιο κρέας == carne di vitello | αρνίσιo, κατσικίσιο κρέας == carne ovina

κρες
ουσιαστικό ουδέτερο

variante rara di [κρέας]

κριάς
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κρέας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κράρι κρασαρισμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το χοιρινό κρέας = carne [θηλ.] di maiale || το βοδινό κρέας = carne [θηλ.] di manzo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---