κρέας
ουσιαστικό ουδέτερο
carne χοιρινό κρέας == carne suina | βοδινό κρέας == carne bovina | μοσχαρίσιο κρέας == carne di vitello | αρνίσιo, κατσικίσιο κρέας == carne ovina
κρας
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [κρέας]
κρες
ουσιαστικό ουδέτερο
variante rara di [κρέας]
κριάς
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [κρέας]
ουσιαστικό ουδέτερο
carne χοιρινό κρέας == carne suina | βοδινό κρέας == carne bovina | μοσχαρίσιο κρέας == carne di vitello | αρνίσιo, κατσικίσιο κρέας == carne ovina
κρας
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [κρέας]
κρες
ουσιαστικό ουδέτερο
variante rara di [κρέας]
κριάς
ουσιαστικό ουδέτερο
variante di [κρέας]
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
το χοιρινό κρέας = carne [θηλ.] di maiale || το βοδινό κρέας = carne [θηλ.] di manzo
κρέας {κρέατος |...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
