Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρεβάτι  
ουσιαστικό ουδέτερο

letto ~m~ μονό κρεβάτι == letto singolo, letto a una piazza | διπλό κρεβάτι == letto matrimoniale, letto a due piazze | ξαπλώνω στο κρεβάτι == sdraiarsi sul letto | είμαι στο κρεβάτι == essere a letto, essere malato | τo κρεβάτι του πόνου == letto di dolore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρεατωμένος κρεβατίνα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πέφτω στο κρεβάτι = andare a dormire || το δωμάτιο με δύο κρεβάτια = camera [θηλ.] doppia || ο καναπές-κρεβάτι = divano-letto [αρσ.] || το μονό κρεβάτι = letto [αρσ.] a una piazza || στρώνω το κρεβάτι = rifare il letto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---