Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρεβατοκάμαρα  
ουσιαστικό θηλυκό

ca`mera ~f~ da letto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρεβατίνα κρεβατομουρμούρα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η κρεβατοκάμαρα = camera [θηλ.] matrimoniale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---