Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρεπάρω  
ρήμα αμετάβατο

crepa`re, scoppia`re θα κρεπάρει από το κακό του == creperà dall'invidia

κρεπάρω
ρήμα μεταβατικό

di capelli cotona`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρεπαρισμένος κρέπι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---