Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρεοπώλης  
ουσιαστικό αρσενικό

macella`io ~m~

κρεοπώλις
ουσιαστικό θηλυκό

femminile arcaico di [κρεοπώλης]

κρεοπώλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κρεοπώλης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρεοπωλείο κρεουργημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---