Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρεμασμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [κρεμάω] 2 appe`so, attacca`to 3 impiccato μιλώ για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου == parlare di corda in casa dell'impiccato κρεμασμένος ουσιαστικό αρσενικό 1 participio passato del verbo [κρεμάω] 2 appe`so, attacca`to 3 impicca`to permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |