Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρατάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κρατώ]

κρατώ  
ρήμα αμετάβατο

1 ((arcaico)) domina`re
2 dura`re, protrarsi nel tempo δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ αυτή η κατάσταση == questa situazione non può durare a lungo | όσο κράτησε η ταινία... == per tutta la durata del film...
3 dura`re, conserva`rsi τα παπούτσια αυτά κράτησαν πέντε χρόνια == queste scarpe sono durate cinque anni
4 disce`ndere κρατά από ευγενική γενιά == discende da una insigne schiatta
5 tene`re duro, resi`stere

κρατώ
ρήμα μεταβατικό

1 tene`re in mano, tene`re κρατούσε μία ανθoδέσμη == teneva in mano un mazzo di fiori | κράτησέ μου μια στιγμή την τσάντα == tienimi un attimo la borsa! | κρατώ από το χέρι == tenere per mano
2 re`ggere, sorre`ggere o 'Ατλαντας κρατούσε τον ουρανό στούς ώμoυς του == Atlante reggeva la volta del cielo sulle spalle | κράτα με! == reggimi!, sorreggimi!
3 tene`re, detene`re, trattene`re τον κράτησαν όμηρο == lo tennero in ostaggio | τον κράτησαν όλη τη νύχτα για ανάκριση == l'hanno trattenuto tutta la notte per interrogarlo
4 mantene`re τον κρατούσαν στη ζωή με τεχνητά μέσα == lo mantenevano in vita artificialmente | κρατώ το λόγο μού == mantenere la parola data
5 trattene`re κρατώ την αναπνοή μoυ == trattenere il respiro | δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του == non seppe trattenersi dal ridere | κρατώ το πέντε τοις εκατό από ένα ποσόν == trattenere il cinque per cento da una somma | μας κράτησαν για δείπνο == ci hanno trattenuto a cena | κρατώ κάποιον σε απόσταση == tenere qualcuno a distanza | κρατώ κακία == serbar rancore | κρατώ τo ρυθμό == battere il tempo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κραταίωση κρατερός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κρατώ τσίλιες = fare il palo || βουτώ κρατώντας την αναπνοή μου = immergersi in apnea || κρατώ κρυφό = tenere all'oscuro


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---