Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκρατουμένη
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κρατούμενος] κρατούμενη ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κρατούμενος] κρατούμενος ουσιαστικό αρσενικό detenu`to ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |