Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρατούντες  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

la classe ~f~ domina`nte, chi coma`nda, i pote`nti ~mp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρατούμενος κρατώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---