Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κράτημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 il tene`re ~m~ in mano
2 il tene`rsi ~m~, il re`ggersi ~m~, l'aggrappa`rsi ~m~
3 il trattene`re ~m~, il trattene`rsi ~m~ το κράτημα της αναπνoής == il trattenere il respiro
4 contenime`nto ~m~
5 (fig) il tene`re ~m~ a freno, freno ~m~, contro`llo ~m~ σαν πoλύ αργεί τα βράδια o μικρός, θέλει λίγo κράτημα == devi tenere un po' più a freno il ragazzo; fa troppo spesso le ore piccole

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρατερός κρατημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---