Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρατιέμαι  
ρήμα παθητικό

1 tene`rsi, re`ggersi κρατιόντoυσαν χέρι χέρι == si tenevano per mano | κρατηθείτε από τις χειρολαβές == reggersi agli appositi sostegni | κρατήσου, αλλιώς θα πέσεις == reggiti, altrimenti cadrai!
2 trattene`rsi, frena`rsi, domina`rsi με δυσκολία κρατήθηκε να μην κλάψει == a stento si trattenne dal piangere | δεν κρατιόταν απ' τη χαρά του == non stava in sé dalla gioia
3 mantene`rsi κρατιέται καλά για την ηλικία του == per la sua età si mantiene bene

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρατίδιο κρατικοποιημένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κρατιέμαι μακρυά = stare alla larga || κρατιέμαι σε φόρμα = tenersi in forma || κρατιέμαι από το χέρι = tenersi per mano


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---