Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κράτηξη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κράτηση]

κράτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 diritto fermo ~m~, arre`sto ~m~ είναι υπό κράτησιν == è in stato di fermo, di arresto
2 economia trattenu`ta ~f~, ritenu`ta ~f~, detrazio`ne ~f~ κρατήσεις από το μισθό == trattenute sullo stipendio
3 prenotazio`ne ~f~ κράτηση θέσεως == prenotazione di un posto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρατημένος κρατήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---