Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρασοκατάνυξη  
ουσιαστικό θηλυκό

((scherzoso)) copio`sa libagio`ne ~f~, gran bevu`ta ~f~, trinca`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρασοκανάτας κρασοπατέρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---