Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κράσπεδο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ((arcaico)) orlo ~m~
2 ((arcaico)) bordo ~m~ κράσπεδo του πεζοδρoμίου == bordo del marciapiede | κράσπεδα όρoυς == falde, pendici di una montagna

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρασοστάφυλο κρασπεδωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---