Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρασί  
ουσιαστικό ουδέτερο

vino λευκό κρασί == vino bianco | κόκκινο κρασί == vino rosso | γλυκό κρασί == vino dolce | νερωμένο κρασί == vino annacquato, battezzato | πάμε να πιoύμε ένα κρασί == andiamo a berci un bicchiere di vino | βάζω νερό στο κρασί μου == arrivare a un compromesso, venire a più miti consigli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κράση κρασίλα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


βάζω νερό στο κρασί μου = accettare di buon grado || ένα ποτήρι κρασί = un bicchiere [αρσ.] di vino || το αρετσίνωτο κρασί = vino [αρσ.] non resinato


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---