Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κράση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 costituzio`ne ~f~, complessio`ne ~f~, fibra ~f~ γερή κράση == costituzione robusta; forte fibra
2 linguistica crasi ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρασάτος κρασί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---