Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκράση
ουσιαστικό θηλυκό 1 costituzio`ne ~f~, complessio`ne ~f~, fibra ~f~ γερή κράση == costituzione robusta; forte fibra 2 linguistica crasi ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |