Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκράξιμο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 gra`cchio ~m~, gracchia`ta ~f~, gracchiame`nto ~m~ 2 (fig) grida ~fp~ di disapprovazio`ne, perna`cchia ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |