Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κράνος  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 storia elmo ~m~
2 elme`tto ~m~, casco ~m~ στρατιωτικό κράνος == elmetto militare | κράνος εργάτη == elmetto da operaio | κράνος μοτοσικλετιστή == casco di un motociclista

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρανιοτόμος κράξιμο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---