Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κρασοκανάτα
ουσιαστικό θηλυκό
1
cara`ffa ~f~ da vino
2
(fig) ((scherzoso)) forte bevito`re ~m~, chi beve come una spugna, chi è una spugna, beo`ne ~m~
κρασοκανάτας
ουσιαστικό αρσενικό
lo stesso che
[κρασοκανάτα]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κρασοβάρελο
κρασοκατάνυξη >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κρασάτος
[επίθ.]
κράση
{-ης κ. -ε...
κρασί
{κρασ-ιού ...
κρασίλα
{χωρ. πληθ...
κρασοβάρελο
[ουσ ουδ.]
κρασοκανάτα
{χωρ. γεν....
κρασοκανάτας
{χωρ. γεν....
κρασοκατάνυξη
{-ης κ. -ύ...
κρασοπατέρας
[ουσ αρσ ]
κρασοπότηρο
[ουσ ουδ.]
κρασοπότι
{χωρ. γεν....
κρασοστάφυλο
[ουσ ουδ.]
κράσπεδο
{κρασπέδ-ο...
κρασπεδωμένος
[επίθ.]
κραταιός
-ά/-ή -ό
κρα§ται§ό§τα§τος
[επίθ.]
κρα§ται§ό§τε§ρος
[επίθ.]
κραταιωμένος
[επίθ.]
κραταιώνω
(κραταί-ωσ...
κραταίωση
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis