Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρασοκανάτα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 cara`ffa ~f~ da vino
2 (fig) ((scherzoso)) forte bevito`re ~m~, chi beve come una spugna, chi è una spugna, beo`ne ~m~

κρασοκανάτας
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [κρασοκανάτα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κρασοβάρελο κρασοκατάνυξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---