Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κουρκουτιασμένος [επίθ.] κουρσιάρης [ουσ αρσ ]
κουρμπάτσι {κουρμπατσ... κούρσος [ουσ ουδ.]
κούρνια {χωρ. γεν.... κουρταλίζω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
κουρνιάζω {κούρνιασ-... κούρταλο [ουσ ουδ.]
κουρνιασμένος [επίθ.] κουρταλώ {κουρταλεί...
κουρνιαχτός [ουσ αρσ ] κουρτέλλα [θηλ.ουσ]
κουρντίζω (κούρντ-ισ... κουρτεσά [επίθ.]
κούρντισμα [ουσ ουδ.] κουρτεσά [θηλ.ουσ]
κουρντισμένος [επίθ.] κουρτεχία [θηλ.ουσ]
κουρντιστήρι [ουσ ουδ.] κουρτζεύγω [ρ. μτβ.]
κούρος [ουσ αρσ ] κουρτζεύω [ρ. μτβ.]
κουρουμπάνι [ουσ ουδ.] κουρτίνα {κουρτινών...
κουρούνα {χωρ. γεν.... κουρτινάκι [ουσ ουδ.]
κουρουνόμυαλος [επίθ.] κουρτίνες [θηλ. ουσ πληθ.]
κουροφέξαλα [ουσ ουδ πληθ.] κούρτσεμα [ουσ ουδ.]
κουρπάτσι [ουσ ουδ.] κουρτσουβάκιν [ουσ ουδ.]
κούρσα {δύσχρ. κο... κουσέλι [ουσ ουδ.]
κουρσάρικος [επίθ.] κουσέλιο [ουσ ουδ.]
κουρσάρος [ουσ αρσ ] κουσέρβα [θηλ.ουσ]
κούρσεμα [ουσ ουδ.] κουσεύω [ρ. μτβ.]
κουρσεμένος [επίθ.] κουσκους, κους κους [ουσ ουδ.]
κούρσες [θηλ. ουσ πληθ.] κουσκούσι [ουσ ουδ.]
κουρσεύγω [ρ. μτβ.] κουσκουσιάρης {κουσκουσο...
κουρσευτής [ουσ αρσ ] κουσκουσουριά [θηλ.ουσ]
κουρσεύω {κούρσε-ψα... κούσουλος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: