Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκούρντισμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 accordatu`ra το κoύρντισμα του βιολιού == l'accordatura del violino 2 il carica`re, il dar corda το ρολόι θέλει κούρντισμα == l'orologio deve essere caricato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |