Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρδίζομαι
ρήμα παθητικό

variante di [κουρντίζομαι]

κουρδίζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κουρντίζω]

κουρντίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 accorda`re κουρντίζω το πιάνο == accordare il piano
2 carica`re, dare la ca`rica, dar corda κουρντίζω το ξυπνητήρι == caricare la sveglia | κουρντίζω παιχνίδι == dare la carica ad un giocattolo | κουρντίζω το εκκρεμές == dar corda al pendolo
3 (fig) stuzzica`re, punzecchia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κούρβα κουρδικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---