Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκούρσα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ippica corsa ~f~ άλογο κούρσας == cavallo da corsa 2 trasporti specialmente di tassì corsa ~f~, perco`rso ~m~, tragi`tto ~m~ η κούρσα ως το αεροδρόμιο θα κοστίσει… == la corsa fino all'aeroporto costerà… 3 ((popolare)) automo`bile ~f~, ma`cchina ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο άλογο κούρσας = cavallo [αρσ.] da corsa Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |