Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρσιάρης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κουρσάρης]

κρουσιάρης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κουρσάρης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρσεύω κούρσος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---