Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρτίνα  
ουσιαστικό θηλυκό

tenda ~f~ κρεμώ τις κουρτίνες == appendere le tende

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρτζεύω κουρτινάκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---