Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκονσέρβα
ουσιαστικό θηλυκό conse`rva ~f~ alimenta`re, scatole`tta ~f~, sca`tola ~f~ μια κονσέρβα σαρδέλες == una scatoletta di sardine | τόνος σε κονσέρβα == tonno in scatola κοσέρβα ουσιαστικό θηλυκό variante di [κονσέρβα] κουσέρβα ουσιαστικό θηλυκό variante di [κονσέρβα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |