Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κονσερβάρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο
inscatolame`nto ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κονσέρβα
κονσερβαρισμένος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κονόμα
{χωρ. γεν....
κονομημένος
[επίθ.]
κονσέλιον
[ουσ ουδ.]
κονσεπτουαλισμός
[ουσ αρσ ]
κονσέρβα
{κονσερβών...
κονσερβάρισμα
[ουσ ουδ.]
κονσερβαρισμένος
[επίθ.]
κονσερβάρω
[ρ.]
κονσερβατουάρ
[ουσ ουδ.]
κονσέρβες
[θηλ. ουσ πληθ.]
κονσερβοκούτι
{κονσερβοκ...
κονσερβοποιείο
[ουσ ουδ.]
κονσερβοποιημένος
[επίθ.]
κονσερβοποίηση
{-ης κ. -ή...
κονσερβοποιία
{χωρ. πληθ...
κονσερτάντε
[ουσ ουδ.]
κονσερτάτο
[ουσ ουδ.]
κονσερτίνο
[ουσ ουδ.]
κονσέρτο
[ουσ ουδ.]
κονσόλα
{χωρ. γεν....
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis